Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προς τα πάνω

  • 1 вверх

    вверх (ε)πάνω, προς τα πάνω, άνω смотреть \вверх κοι τάζω προς τα πάνω поднять ся \вверх ανεβαίνω πάνω
    * * *
    (ε)πάνω, προς τα πάνω, άνω

    смотре́ть вверх — κοιτάζω προς τα πάνω

    подня́ться вверх — ανεβαίνω πάνω

    Русско-греческий словарь > вверх

  • 2 наверх

    наверх (ε) πάνω, προς τα πάνω' подниматься \наверх ανεβαίνω πάνω
    * * *
    (ε)πάνω, προς τα πάνω

    поднима́ться наве́рх — ανεβαίνω πάνω

    Русско-греческий словарь > наверх

  • 3 тычок

    -чкэ, α.
    1. χτύπημα προς τα μπρος. || σπρώξιμο, σπρωξιά,
    2. -ом α) επίρ. με χτύπημα προς τα μπρος, β) με εξοχή προς τα πάνω.
    3. βλ. тычина.
    4. εξοχή κορυφή• αιχμή προς τα πάνω.
    εκφρ.
    на - – έ α) στην κορυφή, επάνω, β) σε μέρος ακατάλληλο, ενοχλητικό, μπελαλίδικο•
    с тычокаβλ. 2 σημ. α).

    Большой русско-греческий словарь > тычок

  • 4 кверху

    кверху επάνω, προς τα πάνω
    * * *
    επάνω, προς τα πάνω

    Русско-греческий словарь > кверху

  • 5 κάτω

    1. επίρρ.
    1) внизу; вниз; снизу; под;

    κατεβαίνω κάτω — спускаться вниз;

    κάτω από — под;

    κάτω απ' το τραπέζι — под столом;

    κάτω απ' την πίεση — под давлением;

    από κάτω — снизу;

    από κάτω προς τα πάνω — снизу вверх;

    κριτική από τα κάτω — критика снизу;

    2) ниже, меньше;

    όχι κάτω από δέκα — не ниже десяти;

    κάτω απ' το μηδέν — или κάτω του μηδενός — ниже ноля (о температуре);

    3) долой!;

    κάτω η μοναρχία! — долой монархию!;

    § κάτω κάτω в самом низу;

    στο κάτω κάτω — или στο κάτω της γραφής — в конце концов; — в конечном счёте;

    πάρα κάτω — ниже, меньше;

    από πάνω ως κάτω — сверху донизу;

    από κάτω ως πάνω — снизу доверху;

    τό ( — или ο, η) πάρα κάτω — нижеследующее (нижеследующий, нижеследующая);

    κάτω κόσμος — ад, преисподняя;

    πάνω κάτω — около, приблизительно;

    άνω κάτω — вверх дном, вверх ногами; — беспорядочно;

    βάζω κάποιον κάτω — побеждать кого-л.; — брать верх над кем-л.; — превосходить кого-л. δεν τα ρίχνω — или δεν τα βάζω κάτω — не уступать; — не сдаваться;

    παίρνω την κάτω βόλτα — моё положение ухудшается;

    πέφτω κάτω — заболеть, слечь в постель;

    κάτω τα χέρια ( — или τάς χείρας)! — руки прочь!;

    2. επίθ. άκλ. нижний;

    τό κάτω μέρος — нижняя часть;

    τα κάτω — икра нижние конечности;

    ο κάτω Βόλγας — нижнее течение Волги, низовье Волги, Нижняя Волга

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κάτω

  • 6 взбросить

    взброшу, взбросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взброшенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.
    πετώ, ρίχνω προς τα πάνω, αναρρίπτω.
    πετιέμαι, ρίχνομαι προς τα πάνω.

    Большой русско-греческий словарь > взбросить

  • 7 взволочь

    -локу, -лочешь, -кут ρ.σ.μ.
    (απλ.) σέρνω, σύρω, τραβώ προς τα πάνω.
    σέρνομαι, σύρομαι, τραβιέμαι προς τα πάνω.

    Большой русско-греческий словарь > взволочь

  • 8 взмах

    α.
    κίνηση, κούνημα προς τα πάνω•

    взмах руки το κούνημα του χεριού προς τα πάνω•

    взмах крыльев το φτερούγισμα•

    взмах весел το ανασήκωμα των κουπιών (κατά την κωπηλασία), κωπηλάτημα.

    Большой русско-греческий словарь > взмах

  • 9 взмахнуть

    -ну, -нешь, ρ.σ.
    κινώ, αιωρώ, κουνώ προς τα πάνω• ανεμίζω•

    взмахнуть платком κουνώ επάνω το μαντήλι•

    взмахнуть крыльями φτερουγίζω•

    -фуражкой κουνώ επάνω το καπέλλο.

    κουνιέμαι προς τα πάνω.

    Большой русско-греческий словарь > взмахнуть

  • 10 вскатить

    вскачу, вскатишь, ρ.σ.μ. ανακυλώ, κυλώ προς τα πάνω, ανεβάζω κυλώντας.
    κυλιέμαι προς τα πάνω, με ανεβάζουν κυλώντας.

    Большой русско-греческий словарь > вскатить

  • 11 кверху

    επίρ.
    προς τα πάνω•

    упасть кверху ногами πέφτω με τα πόδια προς τα πάνω.

    Большой русско-греческий словарь > кверху

  • 12 натянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εντείνω, τεντώνω τραβώ•

    натянуть тетиву лука τεντώνω τη χορδή του τόξου•

    натянуть вожжи τραβώ τα χα-λινά•

    натянуть холст на рамку τεντώνω το πανί στο τελάρο.

    2. τραβώ προς το μέρος μου ή προς τα πάνω μου•

    натянуть на себя одеяло τραβώ πάνω μου το πάπλωμα.

    || φορώ, ντύνω, βάζω κάτι στενό•

    натянуть сапоги βάζω με δυσκολία τις μπότες•

    перчатки φορώ τα στενά γάντια.

    3. παρατραβώ, το παρακάνω, ξεπερνώ τα όρια.
    4. απρόσ. συννεφιάζω καλύπτω, σκεπάζω.
    1. τεντώνομαι, εντείνομαι.
    2. (απλ.) μεθώ, τα κοπανώ.

    Большой русско-греческий словарь > натянуть

  • 13 подбросить

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω προς τα πάνω, α-ναρρίπτω•

    подбросить мяч πετώ το τόπι προς τα πάνω.

    || (συνήθως απρόσ.) ανατινάσσω, τραντάζω, αναπηδώ. || ρίχνω κάτω από•

    подбросить окурок под диван πετώ το αποτσίγαρο κάτω από το ντιβάνι.

    2. απότομα σηκώνω, ανυψώνω• ανατινάσσω,
    3. επιρρίπτω, βάζω επιπλέον. || (για χαρτπ.) δίνω, ρίχνω, πασσάρω (χαρτί)•

    подбросить валета ρίχνω βαλέ.

    || στέλλω•

    подбросить свежие силы ρίχνω νέες δυνάμεις..

    4. βάζω, ρίχνω κρυφά•

    подбросить документы ρίχνω κρυφά έγγραφα.

    || αφήνω έκθετο, εκθέτω•

    подбросить младенца εκθέτω βρέφος.

    5. μεταφέρω, πηγαίνω ως•

    -рось его до станции μετάφερε τον ως το σταθμό.

    Большой русско-греческий словарь > подбросить

  • 14 поддавание

    ουδ.
    δόσιμο προς τα πάνω, ανάδοση, ανάρριψη, πέταγμα προς τα πάνω.

    Большой русско-греческий словарь > поддавание

  • 15 поддать

    ρ.σ., παρλθ. χρ. поддал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω. || ανατινάζω, χτυπώ προς τα πάνω• ανασηκώνω απότομα (για μέλος του σώματος).
    2. χτυπώ από τα κάτω κλωτσώ, λακτίζω.
    3. αυξάνω, ενισχύω, δυναμώνω.
    4. (σε παιγνίδια) δίνω σκόπιμα.
    εκφρ.
    поддать жару ή пару – (απλ.) παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρορμώ ανάβω,διεγείρω.
    ενδίδω, υποκύπτω, υποχωρώ, υπείκω παραδίνομαι. || υποπίπτω•

    поддаться влиянию друзей επηρεάζομαι από τους φίλους•

    не поддаться чему-л. επιμένω σε κάτι• είμαι ανένδοτος• δεν υποκύπτω•

    его болезнь не -тся лечению η αρρώσρεια του είναι αθεράπευτη•

    не поддаться никаким угрозам δε φοβάμαι τίποτε ή κανέναν•

    поддаться на провокацию πέφτω σε προβοκάτσια.

    Большой русско-греческий словарь > поддать

  • 16 под...

    под..., подо..., подъ...
    (πρόθεμα)
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας• κίνηση από κάτω προς τα πάνω: подбросить, подпрыгнуть.
    2. α) ενέργεια από τα κάτω ή και προς τα κάτω: подложить, подставить, подтечь. β) εμφάνιση κατάστασης στο κάτω μέρος αντικειμένου: подгореть, подмокнуть.
    3. επέκταση της ενέργειας προς τα κάτω: подкопать, подмочить, подшить.
    4. πλησίαση προς κάποιον ή προς κάτι: подбежать, подползти.
    5. επιπρόσθεση• συμπλήρωση: подлить, подмешать.
    6. ενέργεια ή κατάσταση κάπως εξασθενημένη: подлечиться, подсохнуть.
    7. κρυφή ενέργεια: подглядеть, подговорить, подкараулить, подслушать.
    8. ενέργεια διαδοχική, επαναληπτική ή συνοδευόμενη: подвывать, поддакивать, подпевать, подыграть.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων με σημασία:
    1. τοποθετημένος η ευρισκόμενος κάτω απο: подземелье, подкожный.
    2. τοποθετημένος ή ευρισκόμενος πολύ κοντά: подгородный, подтропики.
    3. υποδιαίρεση• τμήμα: подкласс, подразделение.
    4. αρμοδιότητα, σφαίρα δράσης: поднадзорный, подопытный, подследственный.
    5. κατωτερότητα αντί..., υπο...: подполковник, подмастерье.
    6. παρομοιότητα: подлещик, подгруздь.

    Большой русско-греческий словарь > под...

  • 17 подъ...

    под..., подо..., подъ...
    (πρόθεμα)
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας• κίνηση από κάτω προς τα πάνω: подбросить, подпрыгнуть.
    2. α) ενέργεια από τα κάτω ή και προς τα κάτω: подложить, подставить, подтечь. β) εμφάνιση κατάστασης στο κάτω μέρος αντικειμένου: подгореть, подмокнуть.
    3. επέκταση της ενέργειας προς τα κάτω: подкопать, подмочить, подшить.
    4. πλησίαση προς κάποιον ή προς κάτι: подбежать, подползти.
    5. επιπρόσθεση• συμπλήρωση: подлить, подмешать.
    6. ενέργεια ή κατάσταση κάπως εξασθενημένη: подлечиться, подсохнуть.
    7. κρυφή ενέργεια: подглядеть, подговорить, подкараулить, подслушать.
    8. ενέργεια διαδοχική, επαναληπτική ή συνοδευόμενη: подвывать, поддакивать, подпевать, подыграть.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων με σημασία:
    1. τοποθετημένος η ευρισκόμενος κάτω απο: подземелье, подкожный.
    2. τοποθετημένος ή ευρισκόμενος πολύ κοντά: подгородный, подтропики.
    3. υποδιαίρεση• τμήμα: подкласс, подразделение.
    4. αρμοδιότητα, σφαίρα δράσης: поднадзорный, подопытный, подследственный.
    5. κατωτερότητα αντί..., υπο...: подполковник, подмастерье.
    6. παρομοιότητα: подлещик, подгруздь.

    Большой русско-греческий словарь > подъ...

  • 18 ход

    1. (движение) η κίνηση, η πορεία
    во время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφους
    на - у мор. σε πορεία, εν πλω
    2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνηση
    - малый вперёд мор. - πρόσω αργά
    - малый назад мор. - ανάποδα αργά
    полный вперед мор. - πρόσω ολοταχώς
    самый малый мор. - αργά
    средний мор. - ημιταχώς
    5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδος
    το πέρασμα
    чёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα
    7. (развитие чего-л.) η πορεία
    - болезни - της ασθένειας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ход

  • 19 вверх

    επίρ.
    1. προς τα επάνω•

    подниматься вверх ανεβαίνω επάνω•

    руки вверх! επάνω τα χέρια!

    2. (για ποτάμι) προς τα πάνω, κατά τον άνω ρουν, προς τις πηγές•

    вверх по реке κατά τον άνω ρουν του ποταμού•

    вверх дном ή вверх ногами τελείως αντίστροφα, αντίθετα, ανάποδα.

    Большой русско-греческий словарь > вверх

  • 20 изложница

    η μήτρα, ο τύπος, το καλούπι
    -
    -, заполняемая снизу - με πλήρωση απόκάτω
    - с расширением кверху - με άνοιγμα/πλάτεμα/πλά-τυνση προς τα πάνω
    - с расширениемкнизу - με άνοιγμα/πλάτεμα/πλάτυνση προςτα κάτω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изложница

См. также в других словарях:

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»